-
1 график
I график I м 1) το διάγραμ μα 2) (план работы ) το πρό γραμμα (της δουλειάς) II график II м (художник ) ο σχεδιογράφος* * *I м1) το διάγραμμα2) ( план работы) το πρόγραμμα (της δουλειάς)II м( художник) ο σχεδιογράφος -
2 плоттер
вчт. о σχεδιογράφος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плоттер
-
3 график
график Iм1. (графическое изображение) τό διάγραμμα·2. (план работы) τό πρόγραμμα (τής δουλείας):производственный \график τό πρόγραμμα δουλείας τής ἐπιχείρησης.график IIм (художник) ὁ χαράκτης, ὁ σχεδιογράφος. -
4 график
[γκράφικ] οοσ. α. σχεδιογράφος -
5 график
[γκράφικ] ουσ α σχεδιογράφος -
6 график
-а α.1. διάγραμμα•график движения поездов διάγραμμα κίνησης των τραίνων.
2. πρόγράμμα εργασίας•работать по -у εργάζομαιμε πρόγραμμα•
выйти из -а παραβιάζω το πρόγραμμα.
3. χαράκτης, σχεδιογράφος• καλλιγράφος. -
7 проектант
-а α.σχεδιαστής, σχεδιογράφος.
См. также в других словарях:
σχεδιογράφος — σχεδιογράφος, ο και σχεδιαγράφος, ο σχεδιαστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχεδιογράφος — και σχεδιαγράφος, ο, Ν αυτός που έχει ως επάγγελμα την εκτέλεση σχεδιογραφημάτων, σχεδιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιο + γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
σχεδιαγράφος — ο, Ν βλ. σχεδιογράφος … Dictionary of Greek
Κάρτερ, Χάουαρντ — (Howard Carter, Νόρφολκ 1873 – Λονδίνο 1939). Άγγλος αιγυπτιολόγος. Το 1891 πήρε μέρος σε αποστολή στην Αίγυπτο ως σχεδιογράφος και βοηθός στις ανασκαφές του Πέτρι στην Τελ ελ Αμάρνα και του Ναβίλ στην περιοχή του Τελ ελ Μπάχαρι (Λούξορ). Το 1899 … Dictionary of Greek